- ανίδωτος
- -η, -ο1. αυτός που κανένας ως τώρα δεν τον έχει δει ή δεν μπορεί να τον δει ή να τον συναντήσει2. εκείνος που δεν έχουμε δει όμοιό του ως τώρα, ο πρωτοφανής, ο πρωτόφαντος3. ο αόρατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.